- δεδεμένου
- δέω 1bindperf part mp masc/neut gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
προσυποβάλλω — Α [ὑποβάλλω] τοποθετώ κάτι ακόμη από κάτω («τοῡ σκέλους δεδεμένου προσυποβάλλειν καὶ τὸν τράχηλον», Πλούτ.) … Dictionary of Greek